αισθησιοκρατικός

αισθησιοκρατικός
-ή, -ό [αισθησιοκρατία]
1. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τής αισθησιοκρατίας
2. ο οπαδός τής αισθησιοκρατικής θεωρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αισθησιαρχικός — ή, ό [αισθησιαρχία] ο αισθησιοκρατικός* …   Dictionary of Greek

  • αισθησιαρχικός — ή, ό και αισθησιοκρατικός, ή, ό ο υποστηριχτής της αισθησιαρχίας: Εκτός από το Λοκ αισθησιαρχικός ήταν και ο Ελβέτιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”